Ο SIMENON ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΟΝ

Το καλοκαίρι υπάρχει διάχυτη η ψευδαίσθηση ότι έχουμε περισσότερο χρόνο για διάβασμα ενώ, μάλλον, αυτό που έχουμε περισσότερο είναι διάθεση.  Στα πλαίσια αυτής μάλιστα της καλής διάθεσης, απενοχοποιημένα, επιτρέπουμε στον εαυτό μας να διαβάζουμε βιβλία και συγγραφείς που κατά τη διάρκεια του χειμώνα θα τα/τους χαρακτηρίζαμε ώς χάσιμο χρόνου. Για έναν ανεξήγητο λόγο, το χάσιμο χρόνου, το καλοκαίρι, επιτρέπεται. 

Κάπου εδώ, στη ρωγμή λοιπόν του χρόνου μας, μπαίνουν στην κουβέντα, τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Και από εδώ ακριβώς αρχίζουν συνήθως οι δικές μου παρεξηγήσεις και απογοητεύσεις, κάθε φορά που ξεκινώ ενθουσιωδώς συζητήσεις με αγνώστους, για το αγαπημένο λογοτεχνικό μου είδος.

Εννιά φορές στις δέκα, η αυθόρμητη και φαινομενικά ακίνδυνη συζητήση μεταξύ βιβλιοφάγων σε διακοπές και δη ενηλίκων, καταλήγει με εμένα να ατενίζει – εκτός από το Αιγαίο-  την παγώμενη συγκατάβαση στο πρόσωπο του συνομιλητή και την μπλαζέ ερώτηση που σκάει το ίδιο φυσικά κι αβίαστα όπως το κύμα στην παραλία που καθόμαστε. “Ποιός;”
Ή ελάχιστοι γνωρίζουν από αστυνομική λογοτεχνία ή πάντα κάθομαι δίπλα στο λάθος άνθρωπο. 

“Ποιός είναι ο Επιθεωρητής Μαιγκρέ;

Simenon in Paris, in 1962. Photograph by Robert Doisneau / Rapho

Σε αυτό το σημείο, όσο εγώ θάβω αμήχανα τις πατούσες μου στην άμμο (αν δεν υπάρχει άμμος, τόσο το χειρότερο για τις πατούσες), ο συνομιλητής μου με εγκαταλείπει για να βυθιστεί εκ νέου στις σελίδες του  ‘Ο Φρόιντ στο Μανχάταν ή σε κάποιο Τζο Νέσμπο, από τους πολλούς που κυκλοφορούν.  Δεν είναι ότι υποτιμώ τον αναγνώστη τη διπλανής ξαπλώστρας. Είναι που στενοχωριέμαι επειδή αγνοεί τα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα. Κι επειδή δεν είναι φυσιολογική αντίδραση να πιάνεις έναν άγνωστο από τα πέτα ( ειδικά όταν αυτός φοράει μόνο μαγιό) γιατί είτε αγνοεί είτε προτιμά κάποιον άλλο συγγραφέα από τον Georges Simenon και τον ήρωα του, θα τα πω, εδώ σε εσάς, τους αναγνώστες του blog, που μου είστε εξ ίσου άγνωστοι και πιθανότατα φοράτε κι εσείς μαγιό, διαβάζοντας το ποστ.

Αυτό που μου αρέσει στην κλασική αστυνομική λογοτεχνία είναι ότι ο αναγνώστης δεν αντλεί χαρά από τη νοσηρότητα της περιγραφής των εγκλημάτων αλλά από την κλιμακούμενη μεθοδολογία της διαλεύκανσης τους. Η βαρύτητα και το χτίσιμο του έργου πέφτει στο “πώς” και στο “γιατί”. Η προσπάθεια του ανθρώπου να απαντήσει πειστικά στις δύο ερωτηματικές αυτές αντωνυμίες,  έσπρωξαν και συνεχίζουν να σπρώχνουν μπροστά τον κόσμο μας.

Κανένα “τί”, όσο εντυπωσιακό κι αν είναι δεν ανάπαυσε έστω και στο ελάχιστο τα υπαρξιακά ερωτήματα του “πώς” και κυρίως του “γιατί” οι άνθρωποι κάνουμε ό,τι κάνουμε. Η κοινή πανανθρώπινη αγωνία παράγει τέχνη.

Αυτό διαχωρίζει το έργο του Ζορζ Σιμενόν, της Αγκάθα Κρίστι, του Αντρέα Καμιλλέρι και άλλων λογοτεχνών από τα κοινά βιβλία “τσέπης” και γι αυτό αντλώ τόση περισσότερη χαρά, ξαναδιαβάζοντας τα. 

Καταλαβαίνετε ότι αν μιλούσα έτσι σε έναν άγνωστο, δίπλα μου, στη παραλία, πολύ πιθανότατα, εκτός από τις πατούσες μου, να βρίσκανε και τα υπόλοιπα μέλη μου θαμμένα στην άμμο. 
Η ελληνική αστυνομία δεν διαθέτει ντετέκτιβ τύπου Μονταλμπάνο να ασχολείται με τέτοια μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων της λογοτεχνίας.

… Γι αυτό, προσοχή στις παρέες σας!

Leave a comment